-
1 προδοκέω
A seem good, be resolved beforehand,τὰ προδόξαντα IG7.3563
([place name] Thisbe):—mostly in [voice] Pass., had been before determined,Th.
7.18;τὰ προδεδογμένα Id.3.40
; ταῦτά μοι προὐδέδοκτο this was my former opinion, Pl.Phd. 88d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδοκέω
-
2 προδοκεω
(только ppf. и part. pass.) заранее полагатьὥσπερ προεδέδεκτο αὐτοῖς Thuc. — как они решили раньше;
καὴ αὐτῷ μοι ταῦτα προὐδέδοκτο Plat. — и мне самому так прежде казалось;μεταγνῶναι τὰ προδεδογμένα Thuc. — изменить прежние решения
См. также в других словарях:
προδοκώ — έω, Α 1. (για πράξη, ενέργεια, γνώμη) κρίνομαι, θεωρούμαι εκ τών προτέρων καλός 2. παθ. προδοκοῡμαι αποφασίζω, σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων («ὥσπερ προυδέδοκτο αὐτοῑς», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοκῶ «θεωρούμαι, σχηματίζω γνώμη»] … Dictionary of Greek